- εύφωνος
- -η, -ο (Α εὔφωνος, -ον και εὐφωνής, -ές)1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.)αρχ.1. (για λύρα) αυτός που αποδίδει γλυκύ τόνο2. (φρ). «εὔφωνοι θαλίαι» — συμπόσια με καλλίφωνα άσματα3. αυτός που συμβάλλει στην ευφωνία, ο ευφωνικός.επίρρ...ευφώνως και εύφωνα (Α εὐφώνως)1. με γλυκιά φωνή, με μουσικό τόνο («Θάμυριν εὐφωνότερον καὶ ἐμμελέστερον πάντων τῶν τότε ᾆσαι», Πλούτ.)2. κολακευτικά3. ευφωνικά4. εύγλωττα, εκφραστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, καλλί-φωνος, ομό-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.